εξαπλώνω — και ξαπλώνω (AM ἐξαπλῶ, όω) [απλώνω] 1. απλώνω, τεντώνω σ όλη την έκταση, ξετυλίγω «οὐρανὸν ὡς δέρριν ἐξήπλωσε», Λουκάς) 2. (ειδ.) τεντώνω τα χέρια («τὰ χέρια της ἐξήπλωσεν στὸν τράχηλον τοῡ νέου») 3. παθ. κατακλίνομαι, ξαπλώνω, πλαγιάζω («εἰς… … Dictionary of Greek
εξαπλώνω — εξάπλωσα, εξαπλώθηκα, εξαπλωμένος, μτβ., επεκτείνω, διαδίνω, μεταδίνω: Η αγγλική γλώσσα είναι πολύ εξαπλωμένη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διίσταμαι — (AM διίστημι, Α και διίσταμαι) [ίστημι] 1. στέκομαι χωριστά, διαχωρίζομαι, διαιρούμαι 2. διαφωνώ, φιλονικώ μσν. κάνω κάποιον να σταθεί στα πόδια του, να αναρρώσει αρχ. Ι. ενεργ. 1. τοποθετώ χωριστά, διαιρώ, διαχωρίζω 2. διακρίνω, διαστέλλω 3.… … Dictionary of Greek
διαδίδω — (AM διαδίδω και διαδίδωμι) μεταβιβάζω από άνθρωπο σε άνθρωπο ή από πράγμα σε πράγμα, εξαπλώνω, επεκτείνω 2. κοινολογώ, διασπείρω φήμη, θέτω σε κυκλοφορία (διαδίδεται διαθρυλείται, φημολογείται) 3. (μτχ. παθ. παρακμ.) διαδεδομένος, η, ο (ν) αυτός… … Dictionary of Greek
διαυξάνω — (Α) εκτείνω, εξαπλώνω … Dictionary of Greek
εκβλαστάνω — (AM ἐκβλαστάνω) (αμτβ.) φυτρώνω, φύομαι, βλαστάνω νεοελλ. βγάζω βλαστούς αρχ. μσν. κάνω να βλαστήσει, να αυξηθεί αρχ. 1. προέρχομαι 2. εξαπλώνω 3. προάγω, προκαλώ 4. αναζωογονώ … Dictionary of Greek
εκχύνω — και εκχέω (AM ἐκχέω) 1. χύνω προς τα έξω, χύνω («τὸ μητρὸς αἷμα ὅμαιμον ἐκχέας») 2. μέσ. εκχύνομαι α) (για ποταμούς) εκβάλλω, ξεχύνομαι β) εκρέω, αναβλύζω γ) μτφ. δίνω διέξοδο στα συναισθήματά μου, παραφέρομαι, ξεσπώ, ξεχύνομαι αρχ. 1. δίνω,… … Dictionary of Greek
εξάπλωμα — και ξάπλωμα, το (Μ [ἐ]ξάπλωμα, το) [εξαπλώνω] 1. εξάπλωση 2. ξάπλωμα, κατάκλιση 3. επέκταση, διάδοση μσν. ρίξιμο στο έδαφος και συνεκδ. ήττα («ξάπλωμα τού Δρακόκαρδου», Ερωτόκρ.) … Dictionary of Greek
εξάπλωση — η (AM ἐξάπλωσις) [εξαπλώνω] άπλωμα, ανάπτυξη, ξετύλιγμα, τέντωμα μσν. νεοελλ. διάδοση («δυσκολεύει τη διάδοση τής σοφίας», Σολωμ.) αρχ. ερμηνεία, διασάφηση, ανάπτυξη … Dictionary of Greek
εξαπλωτός — και ξαπλωτός, ή, ό (Μ ἐξαπλωτός και ξαπλωτός, ή, όν) [εξαπλώνω] 1. απλωμένος, ξαπλωμένος 2. (για νεκρούς) ξαπλωμένος στη γη, ριγμένος καταγής («κορμιά εθώριες ξαπλωτά», Τζάν. Κρητ. πόλ.) … Dictionary of Greek
επέχω — (AM ἐπέχω) επιφυλάσσομαι, δεν εκφράζω οριστική άποψη μσν. νεοελλ. φρ. «επέχω θέση, τόπο» έχω ίση αξία, αντικαθιστώ αρχ. μσν. 1. κρατώ, βαστώ κάτι 2. συγκρατώ, εμποδίζω («οὐκ ἐφέξετε στόμα;», Ευρ.) 3. συγκρατούμαι («ἀλλ ἐπίσχες» στάσου) μσν. έχω… … Dictionary of Greek